Γράφει η Γιώτα Βασιλείου
Δεν είναι ψέματα αν πως ότι γεννήθηκα βιβλιοφάγος. Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου με ένα βιβλίο στο χέρι. Από τους τύπους της μαθήτριας που ο δάσκαλος την τσακώνει να διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο την ώρα του μαθήματος. Για να μην πω γι’ αυτή την ένοχη, μα τόσο γλυκιά απόλαυση, να διαβάζεις κάτω από τα σκεπάσματα σου με φακό, αφού η μητέρα σου έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι είναι ώρα να κοιμηθείς. Μια συνήθεια που την διατηρώ ακόμα και σήμερα, προκειμένου να μην ενοχλώ το ταίρι μου το βράδυ, όταν κοιμάται.
Μπορεί να ειπωθεί υποθέτω για τους περισσότερους από εμάς, ότι τα βιβλία είναι ένας από τους κεντρικούς άξονες της ζωής μας. Κάθε φανατικός αναγνώστης που γνωρίζω έχει να πει για τουλάχιστον ένα βιβλίο που του άλλαξε τη ζωή και φυσικά την ανάλογη ιστορία που το συνοδεύει. Οι βιβλιόφιλοι είμαστε μια πολύ αφοσιωμένη φυλή ανθρώπων!
Από που όμως προέρχεται ο όρος «βιβλιοφάγος»; Το έχετε σκεφτεί ποτέ;

Η παλαιότερη τεκμηριωμένη εμφάνιση της λέξης, σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, είναι το 1580 οπότε κι εμφανίζεται στα «Three Proper and Witty Familiar Letters», μια σειρά αντιστοιχιών μεταξύ του μελετητή Gabriel Harvey και του ποιητή Edmund Spenser. Ένας από τους άνδρες γράφει για κάποιον που διαβάζει πάρα πολύ: «A morning bookworm, an afternoone maltworm». Στη συνέχεια, η λέξη εμφανίζεται για δεύτερη φορά στο «Synthia’s Revels» του Ben Jonson, που δημοσιεύτηκε το 1600, έχοντας όμως μια αρνητική χροιά: «heart, was there ever so prosperous an invention thus unluckily perverted and spoiled, by a whoreson bookworm, a candle-waster?»
Επιπλέον, τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης του 1988 για την «Ολοκληρωμένη Διαχείριση Επιβλαβών Οργανισμών για Βιβλιοθήκες και Αρχεία» αναφέρουν ότι: «Ο Φίλιππος της Θεσσαλονίκης, στις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα προσδιόρισε σατιρικά τους φιλομαθείς εκείνης της εποχής ως βιβλιοφάγους, εκφράζοντας έτσι έναν πρώιμο χαρακτηρισμό, που χρησιμοποιείται πλέον πάρα πολύ συχνά.

Είναι λοιπόν αυτή η γέννηση του όρου «βιβλιοφάγος»; Είναι δύσκολο να πούμε. Αν και αυτές είναι οι πρώτες αναφορές του όρου «βιβλιοφάγος», οι νύξεις στα πεινασμένα για γνώση πλάσματα εμφανίζονται πολλούς αιώνες πριν. Πάντως με το πέρασμα των δεκαετιών ο όρος πλάτειασε κι εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο και πλέον έχει διαφοροποιηθεί από κράτος σε κράτος.
Πάμε να δούμε λοιπόν πως μας αποκαλούν σε μερικές από τις χώρες του πλανήτη:
- Ελλάδα: Βιβλιοφάγος
- Αγγλία, Αλβανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Γερμανία, Ελλάδα, Ρωσία, Σερβία, Μογγολία, Περσία, Ταϊλάνδη, Τουρκία, Λιθουανία: Βιβλιοσκούληκo
- Ινδονησία: Ψείρα του βιβλίου
- Ρουμανία, Ισπανία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ιταλία: Ποντίκι της βιβλιοθήκης
- Γερμανία: Ποντίκι του διαβάσματος
- Γαλλία: Αυτός που πίνει το μελάνι (!!!)
- Δανία: Μελετηρό άλογο
- Αραβία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σουηδία: Σκώρος του βιβλίου
- Βουλγαρία: Βιβλιοπόντικο
- Καταλανία: Πληγωμένος από τα γράμματα (!!!)
- Κίνα: Ο χαζός των βιβλίων
- Κροατία: Ο μάγος των βιβλίων
Νομίζω πως κάποια από αυτά τα παρατσούκλια είναι αρκετά ευφάνταστα. Συμφωνείτε;
Το γλωσσάρι του «Βιβλιοφάγου»
Το περιβάλλον των βιβλιοφάγων είναι πολύ ιδιαίτερο. Έχει τα δικά του εργαλεία κι εξαρτήματα, όπως σελιδοδείκτες, θήκες, φακούς και διάφορα άλλα γκατζετάκια αλλά το βασικότερο όλων, έχει τη δική του γλώσσα. Μια γλώσσα που μόνο οι βιβλιόφιλοι μπορούν να καταλάβουν. Έναν ενιαίο κώδικα που ενώνει τους απανταχού bookwormsτου πλανήτη και καταλαβαίνουν επακριβώς για τι πράγμα μιλάνε ακόμα κι αν δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Εννοείται φυσικά ότι στους παρείσακτους του χώρου οι λέξεις κι οι φράσεις αυτές ακούγονται σαν… κορακίστικα, αλλά τι να κάνουμε; Έκαστος στο είδος του… 😉

Μερικές από τις λέξεις/όρους που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι βιβλιοφάγοι ανά τον κόσμο, είναι γνωστές και σε εμάς εδώ στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα το πολύ χαρακτηριστικό «Tsundoku»,που ορίζει την πρακτική κάποιων (δεν τους ξέρετε), να αγοράζουν βιβλία και να τα αφήνουν αδιάβαστα ανάμεσα σε άλλα αδιάβαστα. Ή η ελληνικής προέλευσης λέξη «Abibliophobia», που ορίζει τον «φόβο» μερικών μήπως και ξεμείνουν από βιβλία.

Πώς είπατε; Σας θυμίζουν κάποιον αυτά; Καθίστε, σας έχω κι άλλα. Πάρτε χαρτί και γράψτε:
Biblichor: Η παρηγορητική μυρωδιά των παλαιών βιβλίων, που δε ξέρω γιατί κανείς δε σκέφτηκε να την κλείσει σε μπουκάλι, όπως είπε κι ο αγαπημένος μου Κάρλος Ρουίθ Θαφόν.
Bibliophile: Ακόμα μια ελληνική λέξη. Ο λάτρης των βιβλίων. Αυτός που αγαπά το διάβασα, που θαυμάζει, εκτιμά ή/και συλλέγει σπάνια ή ιδιαίτερα βιβλία.
Bookaddict: Κάτι που είμαστε λίγο-πολύ όλοι οι βιβλιοφάγοι. Εθισμένοι στο διάβασμα: «Έλα μωρέ, μια ακόμη σελίδα…».
Bookaholic: 1. Ο πιστός και αποδοτικός αναγνώστης, ο λάτρης των βιβλίων, 2. Ο μανιώδης αγοραστής βιβλίων, κάποιος που είναι εθισμένος στην αγορά των βιβλίων, 3. Το άτομο εκείνο που κυριολεκτικά δε μπορεί να σταματήσει να διαβάζει.
Bookhangover: Το να μη μπορείς να αρχίσεις ένα νέο βιβλίο γιατί υπάρχει ακόμη μέσα σου το προηγούμενο – Αφήστε… μεγάλο βάσανο αυτό. Τελευταία φορά το έπαθα με το «Φοβάμαι Ταυρομάχε», μέρες μου πήρε να συνέλθω.
Book hoarder: 1. Εκείνος/η που συλλέγει τεράστιους όγκους από βιβλία, 2, Το άτομο εκείνο που παρομοιάζει τα βιβλία με παιδιά, οπότε δεν του περνάει καν από το μυαλό να ξεφορτωθεί κάποιο από αυτά.
Bookish: Οτιδήποτε έχει σχέση με τα βιβλία (πχ bookishfriend, bookishgadgets)
Bookshelfie: 1. Η φωτογραφία που βγάζουμε μπροστά στα ράφια της βιβλιοθήκης μας, 2. Το εργαλείο με το οποίο εδραιώνουμε την κυριαρχία μας ανάμεσα στα υπόλοιπα βιβλιοσκούληκα: «Κοίτα, η δική μου βιβλιοθήκη είναι μεγαλύτερη και πλουσιότερη από τη δική σου!».
Booktrovert: Το άτομο εκείνο που προτιμά την συντροφιά φανταστικών χαρακτήρων από τους πραγματικούς ανθρώπους (εδώ που τα λέμε κι εγώ το ίδιο προτιμώ μερικές φορές).
Dogear: 1.Η δίπλωση της άνω γωνίας ενός φύλλου του βιβλίου, εν είδει σελιδοδείκτη, 2. H ιερόσυλη παραβίαση και κατάφορη προσβολή για την κοινότητα των βιβλιοφάγων. Ντροπή σας!
Litch: Η φαγούρα που πιάνει αποκλειστικά και μόνο τους βιβλιοφάγους κάθε φορά που μπαίνουν σε βιβλιοπωλείο. Περνάει μόνο με την αγορά τουλάχιστον ενός βιβλίου. Είναι αυτοάνοση και όχι κολλητική. Εξετάζεται όμως εάν μεταδίδεται ανάμεσα στους βιβλιοφάγους.
Readgret: 1. Το συναίσθημα κενού που σου μένει αφού έχεις τελειώσει πολύ γρήγορα ένα βιβλίο που σου άρεσε πολύ και εύχεσαι να το είχες διαβάσει πιο αργά, 2. Να αισθάνεσαι λύπη ή να μετανιώνεις που καθυστέρησες να διαβάσεις τόσο πολύ ένα βιβλίο που κανονικά έπρεπε να έχεις διαβάσει χρόνια πριν.
Smut:Ένα αντικείμενο το οποίο που κυριαρχεί στη ζωή, στο πορτοφόλι και στον χρόνο του βιβλιοφάγου, ένα είδος ρομαντικής σχέσης (βλ. βιβλιοθήκη)
TBR: Το ακρωνύμιο των λέξεων “Toberead”. Η λίστα δηλαδή των βιβλίων που έχουμε για διάβασμα προσεχώς. Φυσικά αυτό το «προσεχώς» είναι πολύ σχετικό, εάν κάθε τόσο αγοράζεις νέα και η ντάνα μεγαλώνει…

Αυτό λοιπόν είναι ένα μόνο δείγμα της γλώσσας των βιβλιοφάγων. Υπάρχουν αρκετές δεκάδες λέξεις, που περιγράφουν διαφορετικές καταστάσεις και συναισθήματα. Αρκεί μια αναζήτηση στο ίντερνετ για να τις μάθετε όλες και να μη σας πιάσουν αδιάβαστους!
Photo credit: Photo by Alicia Christin Gerald on Unsplash
Η Γιώτα Βασιλείου είναι blogger και φανατική αναγνώστρια