Η συγγραφέας Μαργαρίτα Αλευρίδη γράφει για το βιβλίο του Ντάγκλας Στούαρτ
Δεκαετία του 80, Γλασκόβη, Θάτσερ, ανθρακωρυχεία, ανεργία, παρακμή, επιδόματα, αλκοολισμός, βαλίτσες που χωρούν την απογραφή ενός κατεστραμμένου γάμου, ελπίδες νεογέννητες που κάθε φορά φέρουν εντός τους μια πολλά υποσχόμενη νέα αρχή, στον αντίποδα η μοιρολατρία του «αν ελπίσεις, θ´ απελπιστείς επίσης», ζωές νοικιασμένες που στήνονται πρόχειρα πάνω σε χαλάσματα, παιδιά παρακαταθήκες από προηγούμενους γάμους, καινούριες οικογένειες που ανθίζουν και μαραίνονται σε μέρη που βρομάνε βρασμένο λάχανο και τύρφη, πολλά τα στόματα, πολλά τα άδεια πιάτα πάνω στο τραπέζι, πενιχρά τα έσοδα, σκληρή η πραγματικότητα, μια καθημερινότητα που βγαίνει δύσκολα, ταξική διαστρωμάτωση, κοινωνική ηττοπάθεια και προδιαγεγραμμένες επιλογές από γενιά σε γενιά.
Οι ήρωές του Σάγκι Μπέιν κουβαλούν την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια, επιχειρούν έωλες δρασκελιές πάνω από τα κοινωνικά δόκανα και νομοτελειακά πιάνονται στα περισσότερα. Η γυναίκα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, αφενός ως η κινητήρια δύναμη επιβίωσης της οικογένειας και αφετέρου ως η μήτρα των δεινών της. Γυναίκες μαθημένες να ισορροπούν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, γυναίκες γεμάτες αιχμηρές γωνίες, γυναίκες κυρίως κοινωνικά κουρασμένες, γυναίκες που τις ελάχιστες στιγμές της τρυφερής ξενοιασιάς τους χορεύουν και «γαντζώνονται η μια πάνω στην άλλη σαν μια σειρά από μαργαριτάρια», την ίδια ακριβώς στιγμή που θυμίζουν «κατάδικους σε σειρά». Γυναίκες που κληρονομούν στις κόρες τους τις ίδιες ατάκες που άκουσαν κάποτε από την δική τους μάνα: «Ποια νομίζεις πως είσαι Λαίδη;»
Ο Ντάγκλας Στούαρτ έγραψε ένα μυθιστόρημα φόρο τιμής σε μια από αυτές τις γυναίκες, τη μητέρα του, χαρίζοντάς της το όνομα Άγκνες. Μια επιλογή καθόλου τυχαία. «Η αγία Αγνή στην πυρά», το γλυπτό του Φεράτα από το οποίο προέκυψε το όνομα Άγκνες, πρόκειται, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Στούαρτ στον πρόλογο του βιβλίου, για ένα έργο στο οποίο δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει καθαρά αν οι φλόγες τυλίγουν την αγία ή αν εκείνη είναι που φέρνει την καταστροφή καίγοντας ό,τι βρίσκεται μπροστά της.Η Άγκνες του Στούαρτ κινείται σε έναν φαύλο κύκλο. Από τη μία, η κοινωνία που ζει την εγκλωβίζει σε μια συνεχή περιδίνηση στα σκοτάδια των αδιεξόδων της κι από την άλλη η ίδια διαμορφώνει τις ασφυκτικές συνθήκες της οικογένειάς της αδιαφορώντας κατά συρροή για τα ίδια της τα παιδιά.
Παρόλα αυτά, στα μάτια του μικρότερου γιού της, η Άγκνες είναι κυρίως όμορφη. Είναι κυρίως αφελής, έρμαιο των συνθηκών της ζωής της και ως εκ τούτου ελεύθερη ευθυνών. Είναι η Χιονάτη του παραμυθιού που περιφέρεται άοπλη στο επικίνδυνο δάσος μιας κοινωνίας ανθρωποφάγας, ένα θύμα των περιστάσεων, αδύναμο και άβουλο απέναντι σε συνθήκες που την υπερβαίνουν.
Η ίδια η Άγκνες δεν αντέχει να ψηλαφείκαι ν’ αναγνωρίζει τον εαυτό της ανάμεσα στις γυναίκες του περίγυρού της. Θέλει να διαφέρει και, σε αντίθεση μ’ εκείνες, ποντάρει στην εικόνα της προκειμένου να σταθεί στην απέναντι όχθη. Τις οικτίρει επειδή «δεν έχουν την περηφάνια ούτε μια βούρτσα να σύρουν στο μαλλί τους», και επιχειρεί να διαχωριστεί από το περιβάλλον της φροντίζοντας εμμονικά την εμφάνισή της. Στα δικά της τα λεξικά κάτι τέτοιο είναι συνώνυμο με την αξιοπρέπεια. Μιααξιοπρέπειαπολύτιμη που όμως γνωρίζει πολύ καλά πως της στερείη εξάρτηση από το αλκοόλ. Μεταφέρω από το κείμενο:
«Δεν μπορούσε να τον βοηθήσει με τα μαθηματικά στο σπίτι, και μερικές φορές μπορεί να πέθαινες της πείνας αλλά φαΐ από αυτήν δεν θα ’τρωγες, τώρα όμως ο Σάγκι την κοίταζε και καταλάβαινε ότι σ’ αυτό ακριβώς υπερείχε. Κάθε μέρα βαμμένη και με το μαλλί φτιαγμένο, έβγαινε από τον τάφο της και σήκωνε το κεφάλι ψηλά. Όταν εξευτελιζόταν με το ποτό, την επομένη σηκωνόταν, φορούσε το καλύτερο παλτό της κι αντιμετώπιζε τον κόσμο».
Στην πορεία της ανάγνωσης του κειμένου, μου ήρθε ασυναίσθητα στο μυαλό το «Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι» του Ουόνγκ, όπου ο Όσιαν ένα άλλο μικρό αγόρι, όπως ακριβώς και ο Σάγκι, ενηλικιώνεται πληρώνοντας το τεράστιο κοινωνικό τίμημα των λούμπεν, των παρίων, και τωνεκ προοιμίου ηττημένων των κοινωνιών. Παρόλο που το στόρι, ο τρόπος γραφής και τα χωροχρονικά σκηνικά διαφέρουν, θεωρώ πως οι διαδρομές των δύο αγοριών είναι πανομοιότυπες και ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται είναι η συνεχής προσπάθεια εξημέρωσης των δαιμόνων, τόσο των οικογενειακών όσο και των κοινωνικών.
Ο Όσιαν και ο Σάγκι θα μπορούσαν να είναι το ίδιο πρόσωπο, γιατί κουβαλούν τα ίδια τραύματα, μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες και κάνουν τα ίδια όνειρα. Ο Ουόνγκ και ο Στούαρτ αντίστοιχα, αυτοβιογραφούνται αφουγκραζόμενοι προσεκτικά τους συνοδοιπόρους τους και, σταχυολογώντας με θάρρος τα κομβικά σημεία των ζωώντους, προσδοκούν σε μια όσο το δυνατόν πιο αναίμακτη κάθαρση. Και οι δύο ιστορίες έχουν δικαίως τύχει αμέτρητων αναγνώσεων.
Οι ήρωές του Σάγκι Μπέιν κουβαλούν την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια, επιχειρούν έωλες δρασκελιές πάνω από τα κοινωνικά δόκανα και νομοτελειακά πιάνονται στα περισσότερα.
Θα έβαζα ένα αστεράκι λιγότερο στο κείμενο του Στούαρτ, αφενός λόγω της δυσανάλογα μεγάλης του έκτασης – από κάποιο σημείο και πέρα η καταγραφή παρόμοιων γεγονότων, όσο στοχευμένη και φορτισμένη συναισθηματικά κι αν είναι, μονοδρομεί σε μια φλατ επαναληψιμότητα η οποία αφυδατώνει την ουσία και τελικά κουράζει- και αφετέρου λόγω της μετάφρασης που, χωρίς να έχω διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο και ούσα σε πλήρη άγνοια των ιδιωματισμών του, αισθάνθηκα πως σε αρκετά σημεία στεκόταναμήχανη και μετέωρη κρατώντας έναν ρόλο ως επί τω πλείστον διεκπεραιωτικό. Δυστυχώς όμως, αυτό το τελευταίο είναι κάτι που συναντώ όλο και πιο συχνά τελευταία.
Το μυθιστόρημα «Σάγκι Μπέιν» του Ντάγκλας Στούαρτ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ
Photo by Ross Sneddon on Unsplash
Το τελευταίο βιβλίο της Μαργαρίτας Αλευρίδη "Β6" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εύμαρος https://evmarosbooks.gr/?product=b6