Το αριστούργημα του James Joyce εγκαινιάζει μια νέα σειρά των εκδόσεων Μεταίχμιο
«Τα μικρά» είναι ο τίτλος της νέας, προσεκτικά επιμελημένης σειράς των εκδόσεων Μεταίχμιο, στην οποία εντάσσονται ολιγοσέλιδα αλλά σπουδαία έργα του 19ου και 20ού αιώνα. Μια νέα σειρά βιβλίων με μικρό σχήμα αλλά τεράστια λογοτεχνική αξία που συστήνουν στους αναγνώστες κλασικά αριστουργήματα ή τους προσκαλούν να τα διαβάσουν ξανά σε νέες, εξαιρετικές μεταφράσεις. Τη σειρά εγκαινιάζουν «Οι Νεκροί» του ανυπέρβλητου James Joyce, το τελευταίο διήγημα της συλλογής Δουβλινέζοι που δημοσιεύτηκε το 1914, σε μετάφραση του ασύγκριτου Αχιλλέα Κυριακίδη. Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε το 1904, περίοδο κατά την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας εγκατέλειπε την Ιρλανδία και εκδόθηκε τελικά στην Αγγλία το 1914, έπειτα από αρκετές δυσκολίες, έναν χρόνο πριν αρχίσει να γράφει τον «Οδυσσέα». O T. S. Eliot θεωρούσε ότι «Οι Νεκροί» ένα από τα σπουδαιότερα διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ στα αγγλικά.
Η ιστορία επικεντρώνεται στον Γκέιμπριελ Κόνροϊ, ο οποίος διδάσκει στο κολέγιο και αρθρογραφεί σε μια λογοτεχνική στήλη στην Daily Express κάθε Τετάρτη. Αφετηρία της πλοκής αποτελεί η άφιξη του ίδιου και της συζύγου του Γκρέτα στο ετήσιο χριστουγεννιάτικο πάρτι που διοργανώνουν οι θείες του, Κέιτ και Τζούλια Μόρκαν, και η ανιψιά τους Μαίρη Τζέιν, που ζει μαζί τους. «Οι τρεις χάριτες» όπως τις αποκαλεί ο πρωταγωνιστής. Οι δύο θείες νιώθουν ανακούφιση γιατί θέλουν ο Γκέιμπριελ να επιληφθεί της κατάστασης όταν φτάσει ο Φρέντο Μαλίνς μεθυσμένος ώστε να μπορέσουν να κρατηθούν τα προσχήματα. Ενώ υπάρχει ευθυμία και χαρά, ο Γκέιμπριελ απογοητεύεται στιγμιαία μετά από μια αμήχανη στιγμή με τη Λίλι, την κόρη του επιστάτη, και την ίδια στιγμή αρχίζει να ανησυχεί πως το απόσπασμα που έχει επιλέξει να εκφωνήσει στο δείπνο δεν θα γίνει κατανοητό από τους παρευρισκόμενους καθώς περιέχει ακαδημαϊκές αναφορές.
Η διάθεσή του επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο όταν δέχεται να χορέψει με τη δεσποινίδα Άιβορς, μια Ιρλανδή εθνικίστρια, που τον πικάρει σχετικά με μια βιβλιοκριτική του στην εφημερίδα και τον επιπλήττει με τρόπο γιατί επιλέγει να κάνει διακοπές στη Γαλλία και την Αγγλία παρά στη χώρα του. Η συζήτηση αυτή εκνευρίζει τον Γκέιμπριελ και όταν τελειώνοντας ο χορός η Άιβορς τον αποκαλεί «Δυτικοβρετανέ!» νιώθει αδικημένος και η αδυναμία του να απαντήσει ανάλογα οξύνει τη δυσθυμία του. Αισθάνεται ξαφνικά μετέωρος και κάνει προσπάθεια να ακολουθήσει το εύθυμο κλίμα του πάρτι. Το δείπνο κυλάει ομαλά ευτυχώς και τα τραγούδια δίνουν μια νότα ηρεμίας και χαράς στην ατμόσφαιρα.
Όταν επιτέλους η ώρα της αναχώρησης φτάνει, ο Γκέιμπριελ αφήνει πίσω του σκέψεις και προβληματισμούς και ετοιμάζεται να περάσει μια ρομαντική και παθιασμένη βραδιά με τη γυναίκα του. Φτάνοντας στο δωμάτιο όμως η γυναίκα του είναι μελαγχολική και μετά από μια σχετικά μικρή πίεση του ομολογεί πως το τελευταίο τραγούδι στο πάρτι της θύμισε έναν νεαρό άντρα, τον Μάικλ Φιούρι. Οι δυο τους ήταν ερωτευμένοι και εκείνος δεν άντεχε μακριά της λεπτό. Αυτό τον οδήγησε ένα βροχερό, κρύο βράδυ να σταθεί κάτω από το παράθυρό της για να τη δει ενώ ήταν άρρωστος, και λίγες μέρες αργότερα πέθανε καθώς ο οργανισμός του δεν άντεξε. Η εξομολόγηση αυτή καταλήγει σε δάκρυα με αναφιλητά εκ μέρους της Γκρέτα ενώ ο Γκέιμπριελ έχει μείνει εμβρόντητος καθώς συνειδητοποιεί πόσα λίγα γνωρίζει για τη γυναίκα της ζωής του.
Μια σύντομη ιστορία, που διαδραματίζεται τη Δωδεκάτη Νύχτα και με γλαφυρότητα αποτυπώνει κάθε λεπτομέρεια όσον αφορά τα τεκταινόμενα αλλά και τις συναισθηματικές μεταμορφώσεις των κεντρικών προσώπων. Ο Γκέιμπριελ είναι ένας καλός σύζυγος και πατέρας, διδάσκει και γράφει κριτικές (όπως ακριβώς και ο Joyce όταν επέστρεψε στο Δουβλίνο μετά τον θάνατο της μητέρας του). Παρουσιάζεται ως ένας χαρακτήρας που δεν έχει αυτοπεποίθηση και νιώθει πως δεν μπορεί να σχετιστεί με τους ανθρώπους γύρω του λόγω του υψηλού επιπέδου μόρφωσης που διαθέτει. Η ευθυμία που επικρατεί στην ετήσια χοροεσπερίδα έρχεται σε αντιδιαστολή με την αμηχανία του Γκέιμπριελ, την ανησυχία για το αν παρευρισκόμενοι θα κατανοήσουν το απόσπασμα που έχει επιλέξει, τον εκνευρισμό του όταν δέχεται λεκτική επίθεση από τη δεσποινίδα Άιβορς. Μια επίθεση που σκοπό έχει να προβάλλει τις απόψεις του ίδιου του συγγραφέα μέσω του πρωταγωνιστή του σε αντιπαραβολή με τις πατριωτικές, στενόμυαλες κατά τον ίδιο αντιλήψεις της εποχής των εθνικιστών Ιρλανδών που θεωρούσαν πως η στροφή προς τη Δύση δεν ήταν για καλό. «Να σου πω την αλήθεια την έχω σιχαθεί τη δική μου χώρα, την έχω σιχαθεί!» της απαντά εκνευρισμένος για να εισπράξει ως απάντηση τη λέξη «Δυτικοβρετανέ!».
Η μουσική και ο χορός κατευνάζουν τα πνεύματα και τις αισθήσεις, και το γεύμα προσφέρει μια ανάσα ανεμελιάς σε όλους. Και καθώς η βραδιά φτάνει στο τέλος της, προσφέρει στον πρωταγωνιστή του την ευκαιρία να περάσει μια ανέμελη, και παθιασμένη βραδιά με τη γυναίκα του σε ένα ξενοδοχείο, μακριά από τη φασαρία των παιδιών. Το πάθος και η λαχτάρα του για εκείνη αλλάζει το χρώμα της αφήγησης. Μα η επίσκεψη των νεκρών θα ανατρέψει και πάλι τα πάντα.
Τα ηνία της ιστορίας περνάνε τώρα στην Γκρέτα και στον ανεκπλήρωτο εκείνον έρωτα στο παρελθόν που έληξε άδοξα με έναν θάνατο. Έναν θάνατο που της θύμισε η μελωδία ενός τραγουδιού και έφερε στην επιφάνεια καταπιεσμένα δάκρυα και πόνο. Έναν θάνατο που η θύμησή του τη διαλύει και την κάνει να κλαίει με λυγμούς, χωρίς να υπολογίζει τον αντίκτυπο στον άντρα της. Έναν θάνατο που προκαλεί σοκ αρχικά στον Γκέιμπριελ και τον αναγκάζει να σταματήσει κάθε ρομαντική σκέψη και να προβληματιστεί. Μέσα σε μια στιγμή συνειδητοποιεί πως δεν ξέρει σημαντικά γεγονότα της ζωής της συζύγου του και αισθάνεται πως η ανάμνηση αυτού του νεκρού άντρα δημιουργεί ξαφνικά ένα χάσμα ανάμεσά τους. Η συνειδητοποίηση όμως δεν σταμάτα σε πρώτο επίπεδο. Είναι η στιγμή που ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με την ιδέα του θανάτου. Του θανάτου που πλησιάζει. Του θανάτου που έχει πάρει μακριά αγαπημένα πρόσωπα ενώ η ζωή συνεχίζεται χωρίς κανείς να τους θυμάται. Η ματαιότητα όλων φαντάζει ανυπέρβλητη. Και είναι ίδια η μοίρα για όλους. Οπότε νιώθει και ο Γκέιμπριελ μια σύνδεση με ολόκληρη την ανθρωπότητα και παίρνει πια αποφάσεις για τη ζωή του με αποφασιστικότητα. Η μεταμόρφωσή του είναι ξεκάθαρη πια στις τελευταίες αράδες.
«Οι Νεκροί» είναι μια σύντομη ιστορία που μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο, αλλά και μια ιστορία τρυφερότητας και ματαιωμένων προσδοκιών σε πολλαπλά επίπεδα. Περνώντας από το ειδικό στο γενικό, ο Joyce ασκεί κριτική σε μια ολόκληρη κοινωνία που έχει παραδοθεί σε ένα τέλμα αγνοώντας την πρόοδο στη Δύση και εμμένοντας στην παράδοση της αγροτικής ζωής, και παράλληλα αναπαριστά τις σκέψεις, τις αντιλήψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του. Μέσα από την ιστορία επισημαίνει το πόσο καταλυτική είναι τελικά η επίδραση των αναμνήσεων αγαπημένων ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή ώστε να επανεκτιμήσει κανείς το σήμερα, το τώρα, τη στιγμή και να διεκδικήσει πιο δυναμικά τη ζωή του. Η αρτιότητα του λόγου, η ακρίβεια του ρυθμού, η μεταφραστική δεινότητα και οι σημειώσεις του Αχιλλέα Κυριακίδη προσφέρουν στον αναγνώστη ένα εκπληκτικής λογοτεχνικής ομορφιάς και αξίας διήγημα ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Το διήγημα “Οι νεκροί” του James Joyce (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ
Photo by Kelly Sikkema on Unsplash
Η Κέλλη Κρητικού είναι αρθρογράφος και βιβλιοκριτικός σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα