Σπύρος Κιοσσές: Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν σε «συμπαντικές» συνωμοσίες που θα σε στηρίξουν όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ

Ο συγγραφέας του βιβλίου «Τα πρωτοβρόχια» σε μια απολαυστική συνέντευξη

Ο Σπύρος Κιοσσές είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον τη θεωρία και τη διδακτική της λογοτεχνίας. Εργάστηκε ως μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στο πεδίο της δημιουργικής γραφής, όπου και διδάσκει νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, διδακτική της λογοτεχνίας και δημιουργική γραφή. Με αφορμή το πρώτο του μυθιστόρημα, «Τα πρωτοβρόχια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, απαντά για τον ρόλο του σχολείου στο να εκπαιδεύσει μελλοντικούς αναγνώστες, για το πόσο το ταλέντο είναι αρκετό για να γίνει κάποιος συγγραφέας και φυσικά για τα συναισθήματά του για το βιβλίο του.

Πείτε μας δυο λόγια για εσάς. Πώς θα χαρακτηρίζατε με μια φράση τον εαυτό σας;

Αν και είναι δύσκολο να χαρακτηρίσεις κάποιον με μια φράση (κι ίσως ακόμη δυσκολότερο τον εαυτό σου), θα προσπαθήσω: Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπά τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία, κατάφερε (ή είχε την τύχη) να κάνει επάγγελμα τις αγάπες του αυτές, σέβεται και φροντίζει, όσο μπορεί, τους ανθρώπους, τα ζώα, τη φύση, και προσπαθεί καθημερινά να βελτιώνεται.

Είστε διδάκτωρ Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον τη θεωρία και τη διδακτική της λογοτεχνίας. Πόσο σημαντικός θεωρείτε πως είναι ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία στα σχολεία ώστε να εκπαιδεύσει σωστά τους μελλοντικούς αναγνώστες και να τους μυήσει στη μαγεία των βιβλίων; Πόσο σημαντική είναι η λογοτεχνία για τα μικρά παιδιά και τους εφήβους στις μέρες μας;

Ο τρόπος διδασκαλίας της λογοτεχνίας διαδραματίζει δυνάμει έναν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση (ή μη) των μελλοντικών Ελλήνων (φιλ)αναγνωστών. Η επαφή των μαθητών με τη λογοτεχνία στο πλαίσιο του σχολείου διαμορφώνει συνήθως τη στάση που θα τηρήσουν προς αυτήν αργότερα. Επηρεάζει το αν θα την ενσωματώσουν στη ζωή τους ή αν θα την αποβάλουν απ’ αυτήν. Κι είναι κρίμα μια αγχωτική, εξετασιοκεντρική σχολική προσέγγιση να τους στερήσει όλα αυτά που μπορεί να τους προσφέρει η λογοτεχνική ανάγνωση. Πέρα από την απόλαυση που χαρίζει η εμβύθιση στους δυνητικούς κόσμους της ποίησης και της μυθοπλασίας, κρίσιμη θεωρώ την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης. Είναι μια ιδιότητα που τα παιδιά και οι έφηβοι το χρειάζονται απαραιτήτως κι επειγόντως στις μέρες μας.

Στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης διδάσκετε και δημιουργική γραφή. Πιστεύετε πως όποιος το επιθυμεί βαθιά μπορεί να γίνει συγγραφέας ή χρειάζεται και το έμφυτο ταλέντο;

Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν σε «συμπαντικές» συνωμοσίες που θα σε στηρίξουν όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ. Όταν επιθυμείς κάτι βαθιά, ωστόσο, θα δουλέψεις, θα προσπαθήσεις, θα βρεις ανθρώπους που θα σε στηρίξουν. Στην περίπτωση της γραφής, βεβαίως, το ταλέντο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας. Και το ταλέντο καλλιεργείται, δεν δημιουργείται εκ του μηδενός. Η δημιουργική γραφή βοηθά κάποιον να κατακτήσει τις τεχνικές, να πειραματιστεί, να ασκηθεί, να γράψει και να διαβάσει περισσότερο και καλύτερα. Μέχρι εκεί, όμως (που δεν και είναι λίγο· κάθε άλλο).

Έχετε προσφέρει μια πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία σχετικά με τη λογοτεχνία, την αναγνωστική και δημιουργική γραφή. «Τα πρωτοβρόχια» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Τι σας ώθησε να αποτυπώσετε στο χαρτί αυτή τη δυνατή ιστορία;

Αφορμή της συγγραφής στάθηκε ένα «στοίχημα» με μια φίλη μου συγγραφέα, η οποία με παρακίνησε να συνθέσω κάτι εκτενέστερο στη λογοτεχνία, σε σχέση με τα ποιήματα ή τις μικρές ιστορίες που έγραφα μέχρι τότε. Αιτία της συγγραφής, όμως, ήταν κάτι βαθύτερο – κάτι που ζητούσε μια αφορμή. Ένας Τάσος, ανώνυμος τότε ακόμη, που ήθελε να πει την ιστορία του.

Ποια είναι τα συναισθήματά σας τώρα που το λογοτεχνικό σας παιδί βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

Μεγάλη χαρά και περηφάνια που το «παιδί» ενηλικιώθηκε, συναναστρέφεται αναγνώστες που εγώ ίσως ποτέ δεν θα συναντήσω, βαδίζει τον δικό του δρόμο. Αλλά και κάποια μικρή αγωνία για το πώς θα του συμπεριφερθούν εκεί έξω. (κι ούτε μια ζακέτα δεν πρόλαβε να πάρει)

Γιατί επιλέξατε η ιστορία σας να διαδραματίζεται σε μια λαϊκή γειτονιά μιας επαρχιακής πόλης στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80;

Ήθελα να γράψω για μια εποχή κι έναν τόπο που βίωσα ο ίδιος, αναμειγνύοντας, ωστόσο, εμπειρίες και μνήμες μου με επιθυμίες, φόβους, στοιχεία της φαντασίας κι αναγνώσματά μου. Επιθυμούσα να γράψω μια δική μου εκδοχή λογοτεχνικής αποτύπωσης της εφηβείας, συνθέτοντας μια μικρή και διαφορετική, όσο γινόταν, αφήγηση ενηλικίωσης σε μια μεταβατική περίοδο για την ελληνική κοινωνία.

Η εκπληκτική αφήγηση του Τάσου «διακόπτεται» από τις διηγήσεις της γιαγιάς. Πώς επιλέξατε τη φιγούρα της γιαγιάς ώστε να έρθουν στο φως οι αποκαλύψεις που αλλάζουν την οπτική των καταστάσεων;

Η γιαγιά συνιστά ένα πρόσωπο που λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν της οικογένειας και ταυτόχρονα ως «φίλτρο» προστασίας. Επιθυμεί να μεταδώσει την οικογενειακή ιστορία στις επόμενες γενιές, στο πρόσωπο του Τάσου, αλλά με τρόπο που να τον προστατεύσει από το βάρος της. Κι αυτό το κάνει με τη μορφή του παραμυθιού, στο οποίο οι αλήθειες επενδύονται τη σκευή του φανταστικού.

Η ιστορία σας κρύβει μέσα της αυτοβιογραφικά στοιχεία;

Το κείμενο δεν είναι βεβαίως αυτοβιογραφία αλλά ούτε και καθαρή μυθοπλασία. Πράγματι, ενυπάρχουν στην αφήγηση αρκετά «αυτοβιογραφικά» στοιχεία, ωστόσο «πειραγμένα», αλλοιωμένα τόσο από τη μνήμη όσο και από τις επιταγές του μυθοπλαστικού κόσμου· του αισθητικού συνόλου, το οποίο πρέπει να υπηρετήσουν.

Στη σύγχρονη εποχή, οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν αλλοιωθεί; Έχουν χάσει τη δύναμη που είχαν πριν από σαράντα χρόνια;

Νομίζω ότι μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετές αλλαγές στην ελληνική οικογένεια. Έχουν αλλάξει οι ρόλοι και οι υποχρεώσεις, έχουν χαλαρώσει οι δεσμοί μεταξύ των μελών της, έχει εκλείψει η εκτεταμένη οικογένεια κ.λπ. Νομίζω, ωστόσο, ότι η «δυναμική» της, οι ασκούμενες πιέσεις, οι ισορροπίες της δεν έχουν αλλάξει ριζικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας υποτιμημένο μυθιστόρημα;

Δεν θα αναφέρω τίτλους, αλλά θα μιλήσω ευρύτερα για το είδος του εφηβικού μυθιστορήματος, το οποίο θεωρώ ότι δεν εκτιμάται όσο θα έπρεπε. Υπάρχουν εξαιρετικά έργα, κυρίως σύγχρονα, τόσο της ξένης όσο και της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει να διαβαστούν (και) από ενήλικες.

Πόσα προσχέδια γράψατε μέχρι τελικά να καταλήξει το βιβλίο στην τελική του μορφή; Τι συμβουλεύετε τους φοιτητές σας;

Κάθε τμήμα του βιβλίου πέρασε από πολλές και συνεχείς διορθώσεις. Δίνω μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες, στην επιλογή των λέξεων, στη σύνταξη, κ.λπ. Η «συμβουλή» που δίνω στους φοιτητές μου (που δεν είναι, βεβαίως, δική μου, αλλά σημαντικών συγγραφέων και δασκάλων της γραφής) είναι να γράφουν όσο μπορούν περισσότερο, να αφήνουν κάποιο χρονικό διάστημα για την απαραίτητη αποστασιοποίηση από το κείμενό τους, και μετά να επιστρέφουν και να σβήνουν με αυστηρότητα -όσο κι αν είναι επίπονο γι’ αυτούς.

Ποια ερώτηση θα θέλατε να σας κάνουν, και δεν σας έχουν ρωτήσει ποτέ;

Αν θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή ή πεζογράφο. (Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί δεν θα μπορούσα να την απαντήσω.)

Κέλλη Κρητικού


Το μυθιστόρημα του Σπύρου Κιοσσέ «Τα πρωτοβρόχια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ

Η Κέλλη Κρητικού είναι βιβλιοκριτικός και αρθρογράφος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα
Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *