«Η συνέντευξη»: Μια ακτινογραφία της ελληνικής πραγματικότητας της τελευταίας εικοσαετίας

Γράφει η συγγραφέας Μαργαρίτα Αλευρίδη για το βιβλίο του Λεωνίδα Καραγεώργου

Από το οπισθόφυλλο:

«Μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ένας 40χρονος ψάχνει για δουλειά στο εξωτερικό. Μετά από μια συνέντευξη στο Λονδίνο και μια δελεαστική επαγγελματική πρόταση, όλα δείχνουν πως θα πάρει το δρόμο της αναχώρησης. Ελάχιστα πριν από την τελική απόφαση, οι συζητήσεις με τα τρία κοντινότερα πρόσωπα στη ζωή του φέρνουν στην επιφάνεια τους πραγματικούς λόγους που τον οδηγούν στη φυγή.

Οξείς διάλογοι ξετυλίγουν έναν μπερδεμένο μίτο σκέψεων και προβληματισμών, φωτίζοντας τη στάση του ήρωα με φόντο την Ελλάδα του σήμερα. Πως θα μπορέσει τελικά να ισορροπήσει η διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελπίδα και τη ματαίωση, στη λογική και την παρόρμηση;

Ακολουθώντας το μανατζερικά ορθό, δεν απάντησα αμέσως. Όταν πουλάς τον εαυτό σου-γιατί αυτό κάνεις σε μια συνέντευξη-«πρέπει» να πορευτείς με τον σωστό τρόπο. Να μην δείξεις μπόσικος ή την ανάγκη ότι «εκείνοι» είναι η ευκαιρία που πρέπει να πιάσεις από τα μαλλιά. Πρέπει να τους δείξεις πως η ευκαιρία είσαι εσύ. Τέτοιες μικρές και άθλιες θεατρικές παραστάσεις παίζονται καθημερινά στα γραφεία των μεγάλων εταιρειών παγκοσμίως μιας και το σενάριο είναι πανομοιότυπο. Άλλωστε τα ίδια μοντέλα ακολουθούν όλοι, τα ίδια βιβλία μελετούν, με τα ίδια βιβλία πιστοποιούνται».

Διαβάζοντας την Συνέντευξη ένιωσα πως κρατούσα στα χέρια μου όχι μόνο μια ακτινογραφία της ελληνικής πραγματικότητας της τελευταίας εικοσαετίας αλλά κι ένα μάνιουαλ σχετικά με τους τρόπους που οι παθογένειές μιας κοινωνίας αφήνουν το αποτύπωμά τους στα μέλη της, λειτουργώντας ως προοικονομίες στην διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου. Ως εκ τούτου, ειδικά σε εποχές κρίσεων, το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο καθώς και όλες του οι εκφάνσεις, δρουν καταλυτικά στους μηχανισμούς εγκλωβισμού σε πάσης φύσεως αδιέξοδα, κυρίως προσωπικά.

Συναντάμε τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου στις 27 Οκτωβρίου, παραμονή της επετείου του «ΟΧΙ», λίγο μετά από την συνέντευξή του στο Λονδίνο και λίγο πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο της επιστροφής στην Αθήνα.

Braindrain ή αλλιώς το είδος της μετανάστευσης που έχει κάνει την εμφάνισή του στην Ελλάδα εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Επιστήμονες, ως επί το πλείστον σε ηλικίες 30 έως 40 ετών, στριμώχνουν σε μια βαλίτσα τα πτυχία και το όραμά τους, και αποφασίζουν να ψάξουν τις προοπτικές τους στην αλλοδαπή.

Όντας άνεργοι εδώ ή απασχολούμενοι σε θέσεις που δεν αξιοποιούν τις δυνατότητές τους ή σε δουλειές με πενιχρές απολαβές που όχι μόνο δεν αναλογούν στο βιογραφικό τους αλλά δεν αρκούν ούτε για τα βασικά, κάνουν το μεγάλο βήμα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, με την ελπίδα πως μια άλλη κοινωνία θ’ αποτελέσει γόνιμο έδαφος για τους κόπους τους και θα δώσει το απαραίτητο οξυγόνο στα όνειρά τους.

Στα τόσα χρόνια, το feedback της νέας αυτής διασποράς αναφέρει πως η συντριπτική πλειονότητα τα έχει καταφέρει πολύ καλά. Πως, αν μη τι άλλο, έχει βρει όλα όσα η Ελλάδα δεν ήταν/είναι/και πιθανώς δεν θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει στα «μυαλά» της. Για τους περισσότερους δε, και παρόλο που η επαγγελματική σταδιοδρομία ήταν ο βασικότερος λόγος της μετανάστευσής τους, δεν ήταν ο μόνος. Τους ήταν απολύτως ξεκάθαρο, όπως πιστεύω και σε αρκετούς από εμάς που μείναμε πίσω, πως ο μηρυκασμός της νοσταλγίας εποχών που δεν έζησαν ποτέ, ή ο ήλιος και το απέραντο γαλάζιο, κουβαλούν μαζί τους ως αντίβαρο θλιβερά συμπαρομαρτούντα, τα οποία στο τελικό ζύγι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε το ελκυστικό εκτός ίσως από λίγες μέρες διακοπών το καλοκαίρι.

Ο άνθρωπος όμως αλλάζει, κυρίως με το κλείσιμο κύκλων στο πέρασμα του χρόνου, έστω κι αν ο κεντρικός άξονας της ιδιοσυγκρασίας του παραμένει πανομοιότυπος.

Ο Νίκος της Συνέντευξης ανήκει στους ευνοημένους της εποχής του. Έχει μια καλή δουλειά, ουσιαστική σχέση με τη σύντροφό του, δυο φίλους καρδιάς και μια επαγγελματική πρόταση στα χέρια υπεράνω των αρχικών προσδοκιών του. Εδώ εντοπίζεται το βασικό πλεονέκτημα της Συνέντευξης: η οπτική των κακώς κείμενων από κάποιον που η ίδια η κοινωνία συγκαταλέγει στους «νικητές» της, ή αλλιώς η εναντίωση στους κανόνες του παιχνιδιού από εκείνον που γνωρίζει πως να παίζει καλά. Αυτό είναι το διαβατήριο του κειμένου σε μια ανάγνωση ελεύθερη παρωπίδων. Το σύστημα βάλλεται εκ των έσω, και αυτό μοιάζει να αφορά τους περισσότερους.

Στο μικροσκόπιο του συγγραφέα μπαίνουν οι ανθρώπινες σχέσεις, το ήθος, η εργασιακή κουλτούρα, η έννοια της προόδου, οι προσωπικές φιλοδοξίες, ο συλλογικός αξιακός κώδικας και το αποτύπωμά του στον προσωπικό, η πολιτισμική συνθήκη και ο υποδόριος τρόπος που αυτή διαμορφώνει αυτό που αποκαλείται κοινός νους.

Ο Νίκος εστιάζει στις «ανορθογραφίες» τη ελληνικής πραγματικότητας όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, και ως εκ τούτου, αποφασίζει να τραβήξει μια γραμμή προκειμένου να διαχωρίσει τη θέση του από όσα δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί. Η ψυχολογία του, καθώς και η ψυχολογία μιας μεγάλης κοινωνικής μερίδας, σκιαγραφείται εξαιρετικά στο σημείο του κειμένου που αναφέρει χαρακτηριστικά πως

«τα νομοσχέδια μας αντιμετωπίζουν σαν κλέφτες κι εμείς τα αποδεχόμαστε με το σύνδρομο του ανιχνευτή μετάλλων στα αεροδρόμια. Τι κι αν δεν κουβαλάς κάτι; Πάντα φοβάσαι μην χτυπήσει».

Με αφορμή τη συγκυρία της συνέντευξης, βρίσκεται στο μάτι του προσωπικού του κυκλώνα την ώρα μιας καθοριστικής αναμέτρησης. Παλινδρομεί μεταξύ της μετάφρασης του προσωπικού του στίγματος στο κοινωνικό πλαίσιο που αντιμάχεται και της φυγής του από αυτό ως μια επιλογή τελείως ξένη με την γενικότερη στάση ζωής του. Όντας ηθικά αλλά και ψυχολογικά κουρασμένος, ζητά μια λύτρωση από τα αδιέξοδα που έχει προκαλέσει αυτή η παλινδρόμηση, και μετέωρος ανάμεσα σε αναπάντητα ερωτηματικά και βολικές απαντήσεις, προσπαθεί ν’ αποφύγει την παγίδα τηςκαθολικής παραίτησης. Επιθυμεί ίσως να είναι εκείνος «το βότσαλο που απειλεί την ηρεμία μια ατάραχης λίμνης» έστω και αν αυτή η τελευταία είναι ελώδης.

Στο χρονικό της μίας μόνο μέρας που μεσολαβεί από την συνέντευξη μέχρι την τελική του απόφαση, ο Νίκος συναντά και συνομιλεί με τα κοντινά του πρόσωπα. Στην προσπάθειά του να εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια της τάσης φυγής του, μέσω της ανταλλαγής απόψεων μαζί τους, πέφτει σε αντιφάσεις, κάτι που με οδήγησε στο αυθαίρετο συμπέρασμα πως ενδεχομένως η σύντροφος και οι φίλοι του να προσωποποιούν τους φόβους, τις ελπίδες, τις ενοχές, τις σιγουριές αλλά και τις ανασφάλειες του ίδιου, λειτουργώντας ως alter ego. Στην δική μου ανάγνωση, οι σκέψεις τους, όπως αυτές παρουσιάζονται στο βιβλίο, αλλά και οι μεταξύ τους διάλογοι δεν είναι παρά οι απαραίτητοι αντίλογοι ενός καθόλα εξελικτικού διαλόγου που φέρει το βάρος μιας εκ βαθέων εξομολόγησης του κεντρικού ήρωα προς τον ίδιο του τον εαυτό.

Ψηλαφώντας το προδιαγεγραμμένο μιας ελπίδας δυσανάλογα μικρής σε σχέση με τα δυσοίωνα προγνωστικά του παγκόσμιου σκηνικού, αλλά και τα εχέγγυα της ασφάλειας που προσφέρει ενδεχομένως η συρρίκνωση στο προστατευμένο υγιές και ακέραιο κύτταρο του δικού του μικρόκοσμου, ο Νίκος αποφασίζει να έρθει σε ρήξη με την επιλογή να εξακολουθεί να προφυλάσσει τα τρωτά του σημεία κρύβοντας τα κάτω από το χαλί μιας βιώσιμης αποστασιοποίησης.

Από τη μια, ως μέρος μιας κοινωνικής συνθήκης που όμως τον εγκλωβίζει και όχι ως παρίας, νιώθει την ανάγκη να αποδομήσει τα κοινωνικά θέσφατα μέσα από ηχηρούς μονολόγους φουλ σε επαναστατική δυναμική, όπως εκείνος που αναφέρεται στην έννοια της πατρίδας.

Από την άλλη, παλεύοντας να μην αλλοιωθεί από όσα τον ζορίζουν, επιμένει σε μια ευαισθησία που καταγράφεται με εσωτερικές διαδικασίες και δηλώνεται μέσα από λεπτομέρειες, όπως εκείνη που πατάει την γόπα του τσιγάρου του στο πεζοδρόμιο και μετά σκύβει και την μαζεύει για να την πετάξει στον πρώτο κάδο που θα βρεθεί μπροστά του.

Εδώ εντοπίζεται το βασικό πλεονέκτημα της Συνέντευξης: η οπτική των κακώς κείμενων από κάποιον που η ίδια η κοινωνία συγκαταλέγει στους «νικητές» της, ή αλλιώς η εναντίωση στους κανόνες του παιχνιδιού από εκείνον που γνωρίζει πως να παίζει καλά.

Ο άνθρωπος όμως αλλάζει, κυρίως με το κλείσιμο κύκλων στο πέρασμα του χρόνου, έστω κι αν ο κεντρικός άξονας της ιδιοσυγκρασίας του παραμένει πανομοιότυπος. Αυτό που ήταν παρέρχεται και αντικαθίσταται από αυτό που θα γίνει. Η κάθε προηγούμενη μορφή αποτελεί μήτρα για την επόμενη και καινούριοι κύκλοι ανοίγουν που φέρουν εντός τους την λαχτάρα μιας νέας αρχής. Παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να απωλέσει όσα έχει ζήσει, όσα έχει αισθανθεί, τις δικές του κατακτήσεις, τα δικά του λάθη, τα δικά του όνειρα, τις δικές του ήττες. Του ανήκουν όλα νομοτελειακά. Άραγε θα βρισκόταν ποτέ στην ανάγκη να τα σφετεριστεί; Και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες; Υπό αυτήν την έννοια, σε αρκετά σημεία, ο Νίκος μοιάζει να κυνηγάει έναν εαυτό που κλέβεται ή χαρίζεται υπό προϋποθέσεις.

Λίγο πριν από το τέλος, σε ένα γύρισμα της τύχης, έρχεται αντιμέτωπος με μια ανατροπή που σχηματίζει στα χείλη του αναγνώστη ένα δειλό χαμόγελο. Όχι γιατί δίνεται ως δια μαγείας η χρυσή λύση της εξίσωσης αλλά γιατί αποκαλύπτεται η δύναμη της ρευστότητάς της, μπροστά στο αειθαλές και στέρεο «Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!» του Ελύτη, που χωράει εντός του κάθε γήινη πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αν μπορούσα να δώσω ένα χρώμα στην Συνέντευξη αυτό θα ήταν σίγουρα κάποιο πολύ φωτεινό, όπως για παράδειγμα το μαύρο, το μοναδικό χρώμα που μπορεί να αναδείξει την ζωντάνια όλων των υπολοίπων.

Διαβάζεται απνευστί.


Το βιβλίο του Λεωνίδα Καραγεώργου «Η Συνέντευξη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άρωμα, περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ

Photo by Daniel McCullough on Unsplash

Το τελευταίο βιβλίο της Μαργαρίτας Αλευρίδη "Β6" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εύμαρος
https://evmarosbooks.gr/?product=b6
Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *