Γράφει η συγγραφέας Έλενα Χουσνή
Η συλλογή με τίτλο «Ο Σάλτος» του Ανδρέα Νικολακόπουλου από τις εκδόσεις Ίκαρος, αριθμεί συνολικά 13 διηγήματα. Τα περισσότερα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση όπου δεν γνωρίζουμε το όνομα του αφηγητή και λίγα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Μαγικός ρεαλισμός, σουρεαλισμός, ωμή και ειλικρινής αποτύπωση των συμβάσεων της ζωής στις μικρές κοινότητες, ανάδειξη της υποκρισίας των κρατούντων ηθών αλλά κυρίως μια ατόφια περιήγηση σε περίκλειστες ομάδες και συντεχνίες επαγγελματικές, άλλοτε τους καρβουνιάρηδες στο Διαπόρι, άλλοτε τους ρετσινάδες των βουνών και άλλοτε τους αυτόχθονες Ινδιάνους.
Το πρώτο διήγημα «Ο Σάλτος», που δίνει και το όνομα στη συλλογή, μιλά, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, για έναν σύγχρονο Καιάδα, έναν «βατήρα στον χαμό», μια χοάνη για τους αδύναμους, τους ανεπιθύμητους τους αμαρτωλούς. Μια καταβόθρα που καταπίνει ό,τι δεν είναι κατανοητό ή ό,τι υπερβαίνει την «αποδεκτή» επιθυμία. Το φυσικό φρεάτιο καταπίνει και κατατρώει ζωντανά και ανθρώπους. Φτιάχνει ιδιότυπα οστεοφυλάκια των φυλακισμένων της ζωής. Των δολοφονηθέντων και αυτόχειρων. Η χοάνη φτιάχνει… αυτόχειρες σαλταδόρους. Με γλώσσα σκληρή, μουσική, μπολιασμένη από τις μνήμες και οργωμένη από τη γνώση του συγγραφέα παρακολουθούμε την αλήθεια του: πώς μόνο έξι δευτερόλεπτα χωρίζουν τη ζωή από τον θάνατο. Αν βρεις χρόνο να μετρήσεις.
Σε αυτό το πρώτο διήγημα, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, νιώθει κανείς πως αυτοβιογραφείται συγγραφικά όταν γράφει τα εξής: «Η ίδια δασκάλα που πέρασε μέσα μου την αγάπη για τις ομηρικές λέξεις, που καιρό μετά τις μπόλιασα με τις λέξεις του χωριού, φτιάχνοντας μια δική μου γλώσσα, πότε αρχαία αστική και πότε σύγχρονη βουνίσια, μα συνήθως μπερδεμένη ανάκατα και καθαρά προσωπική». Έτσι είναι πράγματι αυτή η μοναδική λογοτεχνική γλώσσα του Ανδρέα Νικολακόπουλου που ήδη από την πρώτη του συλλογή διηγημάτων έδειξε ότι διαθέτει, ώριμο και εξαιρετικά δουλεμένο, ένα γλωσσικό ιδίωμα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μια γλώσσα σφραγίδα, ζωντανή και ατόφια, με ρίζες στο παρελθόν και ομιλούσα σε κάθε καιρό. Με το τρίτο του βιβλίο αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές και κατοχυρώνει ένα λογοτεχνικό ύφος μοναδικό, καθιστώντας τον κατά την άποψή μου ως έναν από τους καλύτερους διηγηματογράφους της χώρας που έχει ένα γερό οπλοστάσιο. Γερό και ανεξάντλητο.
Στο διήγημα «Οι κόρες της αιθάλης» ο συγγραφέας μας ταξιδεύει στο Διαπόρι και τους καρβουνιάρηδες- γνωστοί και ως «καρκίνοι»- όπου οι γυναίκες κινούν την οικονομία και την ζωή.Ο βιασμός ενός μικρού κοριτσιού θα `ναι η θρυαλλίδα της γυναικείας εξέγερσης. Το «φουστάνι» γίνεται η σημαία της θηλυκής ανεξαρτησίας και στο νέο «Σύνταγμα» επικεφαλίδα γίνεται η φράση «βαστώ από ράτσα που τραγούδησε στα βασανιστήρια». Η «Μαύρη Ταξιαρχία» των γυναικών -πολύ σύντομα αμνήμων και μεθυσμένη από την εξουσία- ξερνά αίμα και θάνατο. Όπως συμβαίνει πάντα με την τυφλή εξουσία.
Στο «Παραπέτασμα του μύλου» η διεθνής γραμμή ημερομηνίας χωρίζει το χωριό Μπαλαγκουέρ σε δύο ζώνες χρόνου. Ανάμεσα στο χθες και το αύριο της ζωής, όμως, παραμένει ξεχασμένο το σήμερα.
Στο «Μέλι με γάλα» γνωρίζουμε την Ραλιώ «που δεν περπάταγε απλά, μα έσκιζε τους αέρηδες και εκεί που νόμιζες πως παραπάταγε και θα σκουντουφλήσει, με ένα μικρό σκέρτσο τιναζόταν στον αέρα σαν να την τράβαγε με πετονιές από ψηλά ο Θεός!». Μια φασματική οπτασία, ονείρωξη και φαντασίωση για τους άνδρες του χωριού και για τον μικρό αφηγητή. Θα γίνει ο σάκος του μποξ όπου θα ξεβράσουν την ανομολόγητη πεθυμιά τους οι άντρες. Ακόμη και νεκρή κρατά δεσμώτη τον αφηγητή. Γάλα και κανέλα ήταν και θα παραμείνει το κορμί της, έρμαιο των σκουληκιών και του ανεκπλήρωτου πόθου.
«Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς» ονομάζεται το πέμπτο διήγημα της συλλογής όπου δύο χαρισματικοί φοιτητές χημείας «φωλιάζουν» στα άδυτα του περιοδικού πίνακα. Ο Σπύρος θα βουλιάξει στην μέγγενη των ψυχοτρόπων επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσει τα «μοριακά ψαλίδια» που κρύβουν τα μυστικά τροποποίησης των ανθρώπινων γονιδίων. Θα βυθιστεί στα σκοτάδια και σταδιακά στη λήθη. Ο φίλος του θα τον ξεχάσει. Κάποτε θα επανέλθει για τον ύστατο αποχαιρετισμό δίνοντας ραντεβού σε κάποιο ινδιάνικο καλοκαίρι που η βροχή θα πέφτει στο μνήμα… του ενός!
«Μonnox», το έκτο διήγημα όπου επανερχόμαστε στο Μπαλαγκουέρ για να παρακολουθήσουμε την πόλη να βυθίζεται στο σκοτάδι από μια ανεξήγητη διακοπή ρεύματος. Οι άνθρωποι αναμετρώνται με τον φόβο που γίνεται δυσοίωνη σιωπή και το σκοτάδι πέφτει ξανά «σαν βαριά μαύρη κουβέρτα στις ταράτσες της πόλης». Μιας πόλης που βυθίζεται στην αλλοφροσύνη και ένας φονικός αέρας τη συνθλίβει και: «Εκείνη η ανατριχίλα που απλώνει το σκοτάδι και το φεγγαρόφωτο και που αρνούμαστε πώς πρόκειται για πρόβα της μετά θάνατον ζωής. Εκείνη η δίψα για χύσιμο αίματος που δημιουργεί το σκοτάδι και είναι η μοναδική νυχτερινή τέχνη μαζί με τα πυροτεχνήματα και τις πυγολαμπίδες». Η επόμενη μέρα θα ξημερώσει ματοβαμμένη. Η διακοπή ρεύματος είναι πια παρελθόν. Νέες γεννήτριες θα φωτίσουν το σκοτάδι του κόσμου.
Ακολουθεί το διήγημα «Η άσφαλτος που καίει». Εκεί θα μεταφερθούμε στο «Λεπροχώρι», μια κοινωνία από συνάγωγων όπου κρύβεται η αρρώστια που σκοτώνει τον νου και την ψυχή. Αυτή θα σκοτώσει και πάλι. Με πρόσχημα την «ίαση» από τις επικίνδυνες ιδέες η κατασκευασμένη μνήμη καταρρέει, δεν αντέχει να ακυρώνεται και βυσοδομεί παίζοντας ανεπηρέαστη τον ρόλο της.
Στην «Αλισάχνη» το «καταριακό» της γρίπης θα φτάσει από την Αφρική με πλοίο φορτωμένο με καπνό. Θα σκοτώσει την οικογένεια της ηρωίδας, τον άντρα και τα δυο παιδιά της. Αργότερα η φυματίωση θα πάρει και τον άλλο της γιο. Η αρρώστια σαν την ζωή κάνει κύκλους μέχρι θάνατος και ζωή να χορέψουν το τανγκό της αιώνιας τραμπάλας.
Ακολουθεί η «Ασημένια Χορδή». Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, μαέστρος στην εντρύφηση σε αυτές τις μικρές κοινωνίες των μαστοράδων και των ανθρώπων της φύσης μας μεταφέρει στον κόσμο στων ρετσινάδων. Οι «άμισθοι προστάτες των βουνών» που κάνουν τα δέντρα να χύσουν δάκρυα, έχουν τους δικούς τους κανόνες. Ο Ανάργυρος θα εγκαταλείψει τα «τσιμέντα και τις βιβλιοθήκες» για να τους συναντήσει. Εκεί οι ιστορίες του θα γίνουν μαθητεία για τον έμπειρο ρετσινά που θα του μάθει τη δουλειά και τη ζωή των δέντρων. Μα ο ρετσινάς μαθαίνοντας, απομακρύνεται από την ίδια τη ζωή του. «Όσο μάθαινα τόσο χανόταν η πίστη μου, μα έτοιμος ακόμα για τέτοια γνώση δεν ήμουνα εγώ». Η «Ασημένια Χορδή» θα τον οδηγήσει στην έξοδο από τη μέχρι τώρα ζωή του, θα τον οδηγήσει στην παραδοχή ότι ο άνθρωπος ματώνει τον κόσμο του. Μέχρι η ασημένια χορδή να σπάσει και ο κόσμος να δεχτεί στα σπλάχνα του τα ματωμένα χέρια των ανθρώπων.
Στο επόμενο διήγημα με τίτλο «Τα κύματα», ένας ιερακοτρόφος εκπαιδεύει γεράκια για τον καθαρισμό των αεροδιαδρόμων από τα σμήνη των μικρών πουλιών. Θα βρεθεί στο παρεκκλήσι του Γκόβαν για να εκπαιδεύσει τα δέκα νέα γεράκια του. Εκεί όμως θα έρθει αντιμέτωπος με έναν αρχαίο μύθο που στοιχειώνει το έρημο ξωκκλήσι και θάβει αθώους στην κρύπτη του. «Έπρεπε να πληρώσω το τίμημα επειδή λησμόνησα πως φυσιολογικό είναι αυτό που βαδίζει με τη λογική της φύσης και όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου. Ό,τι και να σκόπευαν να κάνουν οι άνθρωποι εκείνοι, δεν ήταν αρκετό για να ξεπληρώσει την ασέβειά μου» λέει ο ήρωας.
Στο «Αμάμπλε Πικουέρ», το ενδέκατο διήγημα, ο ομώνυμος ήρωας κουβαλά το φορτίο της προδοσίας. Καταδότης για να σώσει τον αδελφό του, οδηγείται στην τρέλα όταν αποτυγχάνει. Κάθε χρόνο, στις 21 Ιουνίου, την πιο μεγάλη μέρα, ένας πλάτανος ψηλώνει λίγο περισσότερο.
Ένα ταξίδι στον «Υπερμογγολικό» κάνουμε στο ομώνυμο διήγημα όπου το παιδί που αγαπάει την μουσική θέλοντας να ακολουθήσει τα βήματα του Ερίκ Σατί, πρωτοπόρου «της θορυβώδους αρμονίας και του μινιμαλισμού» θα βρεθεί από τη μικρή του πόλη, στην Αυστρία, στη Συμφωνική Ορχήστρα του Πεκίνο και από εκεί στον Υπερμογγολικό. « Τα βράδια που ακολούθησαν , υφάνθηκε η ρουτίνα που έμελλε να αποτελέσει το μοτίβο εκείνο τηςζωής που πάντα λέμε πως θα αφήσουμε πίσω και τελικά με εκείνο πάμε στον τάφο». Οι ράγες και η θλιβερή επαναληπτικότητα της κάθε μέρας θα ενταφιάσουν τη μουσική του και τον ίδιο. 24 χρόνια η ίδια καμπίνα, το ίδιο ρεπερτόριο θολώνουν ακόμη και τα πλήκτρα μέχρι που ένας μικρός, αντικατοπτρισμός του αλλοτινού εαυτού του, θα του μάθει από την αρχή όσα ξέχασε να μάθει…
Η συλλογή τελειώνει με το διήγημα «Ο αγγελοκρουσμένος» όπου το απότομο φευγιό από τον κόσμο τούτο δεν επιτρέπει στον Σίμο να αποχαιρετήσει αυτούς που αγαπά. Στην νέα νεφελώδη αν-ύπαρξή του θα γίνει αέρας ξενιτεμένος καιάπατρις. Μαζί του θα χαθούν τα παλιά τοπωνύμια και η μνήμη του τόπου. Στα ριζά του Σάλτου, έχει απομείνει μόνο το παιχνίδι ενός σκύλου δίπλα σε κόκκαλα μικρά και πολυκαιρισμένα…
Η συλλογή θα ολοκληρωθεί χωρικά στο ίδιο σημείο με την εκκίνησή της, στον Σάλτο. Θα ολοκληρώσει όμως και έναν τεράστιο κύκλο σε κοινότητες, ζωές, μύθους, προσωπικές και συλλογικές πορείες, ματαιώσεις και υποκρισίες, αναγεννήσεις από τις στάχτες και τραγικές επαναλήψεις. Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος δεν είναι απλά ένας τεχνίτης του λόγου, ένας πολύ καλός τεχνίτης του λόγου, είναι κι ένας διανοητής, ένας ταξιδευτής στον χρόνο, στους τόπους και τις ζωές των ανθρώπων. Κάποτε μοιάζει σαν η αποστολή του είναι να διαφυλάξει την μνήμη. Άλλοτε να την φωτίσει στα πιο σκοτεινά της σημεία και να την επαναφέρει χωρίς τις σκόπιμες στρεβλώσεις της. Το σίγουρο είναι πώς πρόκειται για μια εξαιρετικά δυνατή πένα. Κατά την άποψή μου πρόκειται για ένα έξοχο διηγηματογράφο, από τους καλύτερους που στην χώρα μας έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια. Και το σημαντικότερο είναι πως έχει μέσα του ένα αθησαύριστο υλικό, έτοιμο να παραδοθεί στον γαλαντόμο συγγραφέα και να μας παραδοθεί με νέες ιστορίες.
Η σειρά διηγημάτων “Ο Σάλτος” του Ανδρέα Νικολακόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος, περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ
photo credit: Photo by Everardo Sanchez on Unsplash
Το τελευταίο βιβλίο της Έλενας Χουσνή "Παγωμένο νερό" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κύφαντα https://www.polytroponbooks.com/kyfanta